διαπληκτίζομαι

διαπληκτίζομαι
δια-πληκτίζομαι, streiten, plänkeln; τοῖς ἱππεῦσι, gegen die Reiter; auch σκώμμασι, necken, sich in Spöttereien überbieten; γυναίοις, mit den Frauen schäkern; ἀπὸ νευμάτων πρὸς τὸ γύναιον, mit lüsternen Blicken ansehen

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • διαπληκτίζομαι — διαπληκτίζομαι, διαπληκτίστηκα βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διαπληκτίζομαι — (Α διαπληκτίζομαι) [πληκτίζομαι] 1. μαλώνω, αλληλοδέρνομαι 2. φιλονικώ, αλληλοβρίζομαι …   Dictionary of Greek

  • διαπληκτίζομαι — διαπληκτίστηκα, ανταλλάσσω προσβλητικούς λόγους, φιλονικώ, μαλώνω: Διαπληκτίστηκα με την πεθερά μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαπληκτιζομένων — διαπληκτίζομαι spar pres part mp fem gen pl διαπληκτίζομαι spar pres part mp masc/neut gen pl διαπληκτίζομαι spar pres part mp fem gen pl διαπληκτίζομαι spar pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπληκτιζόμενον — διαπληκτίζομαι spar pres part mp masc acc sg διαπληκτίζομαι spar pres part mp neut nom/voc/acc sg διαπληκτίζομαι spar pres part mp masc acc sg διαπληκτίζομαι spar pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλληλοδιαπληκτίζομαι — διαπληκτίζομαι με κάποιον ανταλλάσσοντας μαζί του βρισιές ακόμη και χτυπήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + διαπληκτίζομαι] …   Dictionary of Greek

  • διαπληκτιζομένοις — διαπληκτίζομαι spar pres part mp masc/neut dat pl διαπληκτίζομαι spar pres part mp masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπληκτιζομένου — διαπληκτίζομαι spar pres part mp masc/neut gen sg διαπληκτίζομαι spar pres part mp masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπληκτιζομένους — διαπληκτίζομαι spar pres part mp masc acc pl διαπληκτίζομαι spar pres part mp masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπληκτιζόμενα — διαπληκτίζομαι spar pres part mp neut nom/voc/acc pl διαπληκτίζομαι spar pres part mp neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπληκτιζόμενοι — διαπληκτίζομαι spar pres part mp masc nom/voc pl διαπληκτίζομαι spar pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”